-
1 уступка
1. (отказ от чего-л. в пользу другого лица) η παραχώρησηмаксимальная - μεγίστη - 2 (отступление под воздействием чего-л.) η υποχώρηση3. (соглашение, компромисс) η παραχώρηση, ο συμβιβασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уступка
-
2 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка